- αναξιοπρεπή
- onursuz, şerefsiz
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Γκραβαρίτης — και Κραβαρίτης, ο 1. αυτός που κατοικεί στα Κράβαρα (περιοχή τής Ναυπακτίας) ή κατάγεται από εκεί 2. επαίτης από αυτήν την περιοχή 3. επαίτης 4. αυτός που εκλιπαρεί για βοήθεια με αναξιοπρεπή τρόπο … Dictionary of Greek
Κραβαρίτης — ο, θηλ. Κραβαρίτισσα [Κράβαρα] 1. ο κάτοικος τών Κραβάρων τής Ναυπακτίας ή αυτός που κατάγεται από τα Κράβαρα 2. (ως προσηγορικό) κραβαρίτης, θηλ. κραβαρίτισσα α) ζητιάνος β) φιλάργυρος γ) αυτός που εκλιπαρεί για βοήθεια με αναξιοπρεπή τρόπο … Dictionary of Greek
αργυρολόγος — ο (Α ἀργυρολόγος, ον) νεοελλ. αυτός που μαζεύει χρήματα με τρόπο αναξιοπρεπή αρχ. αυτός που συγκεντρώνει φόρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + λόγος < λέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω»] … Dictionary of Greek
γλίσχρος — α, ο (AM γλίσχρος, α, ον) ανεπαρκής, λιγοστός («γλίσχρος μισθός») αρχ. Ι. 1. κολλώδης, γλοιώδης 2. σκληρός (για ξύλο) 3. αυτός που κολλάει επίμονα σε κάποιον, φορτικός 4. φιλάργυρος 5. πενιχρός, φτωχικός 6. (για πράγματα) μηδαμινός, ανάξιος λόγου … Dictionary of Greek
δεκαρολόγος — ο 1. αυτός που με αναξιοπρεπή τρόπο προσπαθεί να αποκομίσει κέρδη ή που βγάζει μόνο δεκάρες ως κέρδος παρά τις πολλές προσπάθειες 2. όποιος στις εμπορικές του συναλλαγές λυπάται ακόμη και τη δεκάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεκάρα + λόγος < λέγω… … Dictionary of Greek
ματιολοιχός — ματιολοιχός, ὁ (Α) ο κρουσιμέτρης, αυτός που επιδιώκει με αναξιοπρεπή τρόπο ασήμαντα κέρδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εσφ. γρφ. τού ματτυολοιχός*] … Dictionary of Greek